Πώς τα σακιά άμμου έσωσαν την Τέχνη σε περιόδους πολέμου;
DS.WRITER:
Σοφία Θρουβάλα
Πηγή Κεντρικής Εικόνας: reuters.com
“If we lose our culture we lose our identity”. Αυτή ήταν η φράση της Lilya Onyshchenko, επικεφαλής του συμβουλίου προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς της κατεχόμενης Ουκρανικής πόλης Lviv. Εξαιτίας του πολέμου στα Ουκρανικά εδάφη, πολίτες και πολιτεία προσπαθούν να σώσουν την τέχνη και την αρχιτεκτονική τους με όποιο μέσο μπορούν, ελπίζοντας να μην χαθεί η “ταυτότητά τους”. Η ταχύτατη οργάνωση σχεδίου διάσωσης και προστασίας της υπαίθριας και μη πολιτισμικής κληρονομιάς, είναι γεγονός σε κάθε πολεμική περίοδο στη σύγχρονη ιστορία, μόνο που στην περίπτωση της Ουκρανίας βλέπουμε για πρώτη φορά την επιστράτευση της ψηφιοποίησης ως όπλο κατά της λήθης.
Οι παραδοσιακότερες πρακτικές που χρησιμοποιούνται είναι περίπου οι ίδιες τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια. Η δημιουργία χειροποίητων οχυρών γύρω από κτίρια και γλυπτά, όπως επίσης η χρήση σάκων άμμου, αποτελούν μεθόδους προστασίας δηλωτικών της ανάγκης για γρήγορη φύλαξη των μνημείων, στην απόλυτη σύγχυση του πολέμου και της καταστολής.
In Palermo, the bombed-out church of Sant’Ignazio, National Archives 239-RC-90-3 | Πηγή Εικόνας: smithsonianmag.com
Αν και η προστασία των μνημείων ως αίτημα έχει εκφραστεί και κατοχυρωθεί ήδη από τον 19ο αιώνα με τον λεγόμενο “Κώδικα Lieber” (24/4/1863), και συγκεκριμένα με το άρθρο 35, το οποίο για πρώτη φορά προέβλεπε ότι τα κλασικά έργα, οι βιβλιοθήκες, οι επιστημονικές συλλογές ή ο εξοπλισμός πρέπει να προστατεύονται από κάθε βλάβη, ακόμα και αν βρίσκονται σε οχυρά μέρη ενόσω αυτά πολιορκούνται ή βομβαρδίζονται, οι εναέριοι βομβαρδισμοί κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παρουσίασαν την ανάγκη επαναπροσέγγισης του θέματος, σε επίπεδο τόσο νομικό όσο και πρακτικό. Παρά τη σύσταση σχετικής επιτροπής στη Χάγη, οι εναέριες ρίψεις και καταστροφές συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα μια περισσότερο DIY αντιμετώπιση του ζητήματος από το εκάστοτε κράτος, με την Ιταλία να δίνει τον παλμό.
Με την ένταξη της Ιταλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις 24 Μαΐου του 1915, αυστριακά αεροπλάνα κάνουν τις πρώτες ρίψεις στη Βενετία. Η έλλειψη υπογείων στη Βενετία, ή και χώρων “ταφής” για τα έργα, χώρων δηλαδή και πρακτικών που χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα για την προστασία κυρίως των γλυπτών, δημιούργησε την αναγκαιότητα μεταφοράς των κινητών μνημείων σε καταφύγια πέρα από τα Απέννινα, ενώ πολύ σπουδαία έργα της Ιταλικής Τέχνης μεταφέρθηκαν στη Φλωρεντία και τη Ρώμη, χρησιμοποιώντας ως καταφύγια κτίρια που είτε ήταν απόρθητα, π.χ. Castel Sant’Angelo, είτε διέθεταν κρύπτες, π.χ. την οικία Μεδίκων, το Bargello και το Palazzo Riccardi. Ωστόσο, η μεταφορά των έργων αυτών έγινε με “αντιεπαγγελματικές” λειτουργικές μεθόδους προφύλαξης από τις εναέριες κρούσεις βομβών. Στοιβαγμένες μπάλες βαμβακιού διέσωσαν για παράδειγμα το γιγάντιο έργο του Τιτσιάνο “Κοίμηση”. Πώς όμως οι τοπικές κοινότητες δέχτηκαν τις πρώτες μεταφορές ή, με άλλα λόγια, απομακρύνσεις των έργων τέχνης τους;
Η δυσπιστία είναι βασικό χαρακτηριστικό της εποχής, και αυτό περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το γιατί αυτά τα αντικείμενα είναι σημαντικά και τελικά ταυτοτικά των τόπων και των κατοίκων τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, με πρόφαση τον πόλεμο, αντικείμενα αξίας και έργα τέχνης μεγάλης ιστορικής και τεχνοτροπικής σπουδαιότητας κλάπηκαν, οικειοποιήθηκαν ή ακόμα και χάθηκαν ή καταστράφηκαν στα χέρια κατακτητών. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι επελάσεις του Ναπολέοντα το 1799, του οποίου ο στρατός συνέλεξε έργα τέχνης και αφαίρεσε από ιερούς χώρους της Ιταλίας έργα βωμού, φτιάχνοντας τελικά μια τεράστια συλλογή που σήμερα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, βρίσκεται στο Λούβρο και στην πινακοθήκη Μπρέρα του Μιλάνου. Η καχυποψία των πολιτών δεν έγκειται όμως σε τέτοιου τύπου ιστορικά γεγονότα, αλλά στο έντονο αίσθημα σύνδεσης με την τέχνη, όχι σε επίπεδο πολιτιστικό απαραίτητα αλλά σε επίπεδο θρησκευτικό.
Ο Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου | Πηγή Εικόνας: michelangelobuonarrotietornato.com
Σε περιοχές που ήταν εκτεθειμένες σε βόμβες και στρατό, σε περιόδους -με άλλα λόγια- θανάτου, είτε από τον πόλεμο είτε από την εξαθλίωση, η γλυπτική, δηλαδή τα κινητά μνημεία, έπαιζε έναν μεταφυσικό ρόλο προστασίας της πόλης. Η σημασία της παρουσίας των γλυπτών στον δημόσιο χώρο, αλλά και στον προστατευμένο από τον Θεό χώρο της εκκλησίας, ήταν και είναι σε περιόδους πολέμου κάτι το ελπιδοφόρο για τον θρησκευόμενο πληθυσμό, κάτι που δείχνει και τη σημασία και τη χρήση της τέχνης στην καθημερινή ζωή, όπως επίσης και το πώς η καθημερινότητα πλήττεται από την ενδεχόμενη απουσία της τέχνης.
Η πρακτική των κλοπών θα έπαιρνε βέβαια διάσταση οργανωμένης λεηλασίας, τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής περιουσίας, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλες τις κατεχόμενες από τους Ναζί Ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανία βασίστηκε σε σύμβαση του 1907, κατά την οποία απαγορεύεται η δέσμευση ή κατάσχεση περιουσίας, με εξαίρεση την περίπτωση αναγκαιότητας, την πολεμική σύρραξη, “νομιμοποιώντας” έτσι θεωρητικά τα όσα έπραξε. Μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης το 1946, και συγκεκριμένα του επικεφαλής της αποστολής Rosenberg, συντάχθηκε λίστα με τα εκατοντάδες χιλιάδες έργα τέχνης που είχαν κλαπεί.
google.com
Οι ιταλικές πόλεις, η μια μετά την άλλη, έστεκαν απογυμνωμένες από τα τοπόσημα εκείνα που τις έκαναν να διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά και να βρίσκονται κάτω από μια κοινή ταυτότητα ιστορικής μνήμης, οικονομικής υπεροχής και θρησκευτικής ποιότητας. Σε αυτό το καθεστώς, αποφασίστηκε -για την αποφυγή μεταφοράς κυρίως της γλυπτικής, η οποία ήταν χρονοβόρα και επικίνδυνη- η προστασία των μνημειακών έργων τα οποία ήταν ιστάμενα -δηλαδή μη κινητά- στον χώρο, καλύπτοντάς τα με ταφές, ικριώματα και σάκους άμμου, μετριάζοντας έτσι τα χτυπήματα από πυροβολισμούς και βομβαρδισμούς. Το ίδιο βλέπουμε και σε άλλα κράτη την ίδια περίοδο. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα το 1939, τα έργα του μουσείου των Δελφών ασφαλίστηκαν σε υπόγεια και σπήλαια, ενώ τα κολοσσιαία γλυπτά καλύφθηκαν με άμμο. Τα γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως φυλάχθηκαν σε διάφορες κρύπτες. Στο ίδιο το μουσείο ανοίχθηκε μέγας λάκκος εντός της αίθουσας του Παρθενώνος, όπου και θάφτηκαν.
Οι πρακτικές αυτές συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, καθώς είναι οι πλέον αποτελεσματικές και οι πιο απλές και γρήγορες ως προς την εκτέλεση. Σε συνδυασμό με διατάξεις που ακολούθησαν σχετικά με την προστασία των μνημείων, και συγκεκριμένα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1954, η πολιτισμική κληρονομιά οφείλει να προστατεύεται (όπως και τα νοσοκομεία), όχι μόνο από τους πολίτες και τον στρατό αλλά κυρίως από την κατέχουσα δύναμη, η οποία πρέπει να στηρίξει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις αρμόδιες αρχές της κατεχόμενης χώρας για τη διαφύλαξη και τη διατήρηση πολιτιστικών αγαθών (άρθρο 5 παρ.1 Σύμβασης της Χάγης 1954), απαγορεύοντας έτσι ρητά την κλοπή επικαλούμενη την ανάγκη προστασίας.
reuters.com
Η καινοτομία στα πλαίσια του Ρωσοουκρανικού πολέμου είναι η Στροφή στην Ψηφιοποίηση. Με επικεφαλής ακαδημαϊκούς εθελοντές από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρωτοβουλία Saving Ukrainian Cultural Heritage Online (SUCHO) ξεκίνησε την 1η Μαρτίου. Η ομάδα εργάζεται όλο το εικοσιτετράωρο για να διατηρήσει τα δεδομένα και την τεχνολογία των πολιτιστικών ιδρυμάτων της Ουκρανίας. Μέχρι τις 14 Μαρτίου, η SUCHO είχε δημιουργήσει αντίγραφα ασφαλείας για περισσότερους από 1.500 ιστότοπους, ψηφιακές εκθέσεις, εκδόσεις ανοικτής πρόσβασης και άλλους ψηφιακούς πόρους. Στόχος είναι η ακόμα ταχύτερη και μεγαλύτερη -σε όγκο πληροφορίας και τεκμηρίων- προστασία των πιο ευαίσθητων αντικειμένων της αρχειακής και λογοτεχνικής κληρονομιάς, κάτι που μέχρι σήμερα ήταν δευτερεύον μπροστά στην αναγκαιότητα διάσωσης του υλικού πολιτισμού, τεράστιας ιδεολογικής, θρησκευτικής και χρηματικής αξίας.
efsyn.gr
Further reading:
A. Cecconi, Resistere per l’arte, Edizioni Medicea Firenze, Firenze 2015.